καρπουζιά

καρπουζιά
η
το φυτό «υδροπέπων»: Οι καρπουζιές θέλουν πολύ νερό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρπουζιά — Φυτό της οικογένειας των κουκουρβιτιδών, από το οποίο παράγεται ο εδώδιμος καρπός καρπούζι. Η επιστημονική του ονομασία είναι κιτρούλλος ο κοινός. Είναι ετήσιο, ποώδες φυτό και καλλιεργείται σε πολλές περιοχές με θερμό κλίμα και ελαφρά, αμμουδερά …   Dictionary of Greek

  • αγγουριά — (cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται… …   Dictionary of Greek

  • κομμάτι — το (AM κομμάτιον, Μ και κομμάτι[ν]) τμήμα ενός όλου, μέρος, τεμάχιο («κόψε το μήλο σε τέσσερα κομμάτια») νεοελλ. 1. (χωρίς άρθρο, επιρρμ.) λίγη ποσότητα ή λίγος χρόνος (α. «κάτσε κομμάτι να σέ δούμε» β. «φάε κομμάτι πριν φύγεις») 2. μουσική… …   Dictionary of Greek

  • μποστάνι — το (Μ μποστάνι) λαχανόκηπος, έκταση με κηπευτικά νεοελλ. έκταση στην οποία καλλιεργούνται πεπόνια και καρπούζια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bostan] …   Dictionary of Greek

  • πεπαίνω — ΝΜΑ [πένων] παθ. πεπαίνομαι γίνομαι ώριμος, ωριμάζω («έκειντο πεπαινόμενα εις τον ήλιον μακρυλά καρπούζια», Παπαδ.) μσν. αρχ. παθ. θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι αρχ. 1. (σχετικά με φυτό) καθιστώ κάτι ώριμο, μαλακώνω 2. (αμτβ.) έχω ώριμους καρπούς 3.… …   Dictionary of Greek

  • σίκυς — υος, η και ο, ΝΑ νεοελλ. η καρπουζιά αρχ. 1. το αγγούρι, ο σίκυος 2. το φυτό σίκυος ο άγριος, η πικραγγουριά, γνωστό, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ονοματολογία, ως Εκκβάλιο το ελατήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σικύα (πρβλ. και σίκυος …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • υδροπέπων — όνος, ο, Ν (λόγιος τ.) 1. η καρπουζιά 2. το καρπούζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πέπων] …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός — Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”